θεάσασθαι

θεάσασθαι
θεά̱σασθαι , θεάομαι
gaze at
aor inf mp (attic)
θεά̱σασθαι , θεάομαι
gaze at
aor inf mp (doric aeolic)
θεά̱σασθαι , θεάω
gaze at
aor inf mid (attic)
θεά̱σασθαι , θεάω
gaze at
aor inf mid (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έντρανος — ἔντρανος, ον (Μ) (για βλέμμα) Ι. εντρανής*, ατενής, στυλωμένος («όφθαλμοῑς ἐντράνοις θεάσασθαι») ΙΙ. επίρρ. ἔντρανον και ἐντρανῶς και ἐντράνως 1. ατενώς, επίμονα, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά …   Dictionary of Greek

  • φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”